- ανεπικερδής
- kar getirmeyen, kazanç sağlamayan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανεπικερδής — ( ούς), ές ο μη επικερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επικερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek